ιταλιστί

ιταλιστί
επίρρ., στην ιταλική γλώσσα: Έκανε τις δηλώσεις του ιταλιστί.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ιταλιστί — [Ιταλός] επίρρ. στην ιταλική γλώσσα, ιταλικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”